ἴσων

ἴσων
ἴσος
equal
fem gen pl
ἴσος
equal
masc/neut gen pl
ἴ̱σων , ἴσος
equal
fem gen pl (epic)
ἴ̱σων , ἴσος
equal
masc/neut gen pl (epic)
ἴ̱σων , ἰσόω
make equal
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἴ̱σων , ἰσόω
make equal
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἰσόω
make equal
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἰσόω
make equal
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἰσῶν — ἰσάζω make equal fut part act masc voc sg ἰσάζω make equal fut part act neut nom/voc/acc sg ἰσάζω make equal fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ἰσόω make equal pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἰσόω make equal pres part act neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴσων — Ἴ̱σων , Ἶσος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή …   Dictionary of Greek

  • Parménides de Elea — Saltar a navegación, búsqueda Parménides (Παρμενίδης) Filosofía occidental Filosofía presocrática …   Wikipedia Español

  • αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… …   Dictionary of Greek

  • Μπαμπέφ, Φρανσουά Νοέλ, ο επονομαζόμενος Γράκχος — (Francois Noel Babeuf, Σεν Κεντέν 1760 – Βαντόμ 1797). Γάλλος θεωρητικός και επαναστάτης. Με περιορισμένη τυπική μόρφωση, άσκησε στη νεότητά του διάφορα επαγγέλματα, ενδιαφερόταν όμως πάντα για τα κοινωνικά προβλήματα. Έτσι, συνέταξε ένα ευρύτατο …   Dictionary of Greek

  • οικονομικά μαθηματικά — Το σύνολο των μαθηματικών γνώσεων, που χρησιμοποιεί η οικονομία. Τελευταία τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται, σε συνεχώς μεγαλύτερη έκταση, στην οικονομική θεωρία και πράξη. Στην οικονομική θεωρία με τη χρησιμοποίηση μαθηματικών μεθόδων (αλγεβρικές… …   Dictionary of Greek

  • NUNDINAE — Feriae erant apud Romanos publicae, paganorum, i. e. rusticorum, quibus conveniebant, engotiis propriis vel mercibus provisuri, Macrob. Saturnal. l. 1. c. 16. Unde Sextus Pom. Nundmas, inquit, seriarum diem esse voluerunt antiqui, ut rustici… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • άνωγα — ἄνωγα (πρκμ. επικ. με σημασία ενεστ.) (Α) 1. (για βασιλείς και άρχοντες) παραγγέλλω, διατάσσω 2. (μεταξύ ίσων και για κατώτερους) συμβουλεύω, παρακινώ, προτρέπω 3. φρ. «αὐτὸν θυμὸς ἀνώγει» η ψυχή του τον προτρέπει, τον αναγκάζει (Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”